Μήτσιου Χ. Νικόλαος Λογοθεραπευτής - Ειδικός Παιδαγωγός

Νοητική υστέρηση

   Ο όρος Νοητική υστέρηση ή καθυστέρηση είναι παρεξηγημένος και έχει αρνητική χροιά. Μερικοί άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η διάγνωση γίνεται αποκλειστικά βάσει του δείκτη νοημοσύνης (IQ) και ότι τα άτομα με νοητική υστέρηση δεν μπορούν να μάθουν γράμματα ή να φροντίζουν τον εαυτό τους. 

   Στην πραγματικότητα, όμως, για να διαγνωστεί κάποιος με νοητική στέρηση θα πρέπει να έχει α) σημαντικά μειωμένο νοητικό επίπεδο (<70, όπως μετριέται με τεστ νοημοσύνης) και β) σημαντικό πρόβλημα στο να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Αυτά τα δύο κριτήρια πρέπει να έχουν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του παιδιού (κάτω από τα 18).

   Υπολογίζεται ότι 3% του γενικού πληθυσμού έχει νοητική στέρηση. Τα περισσότερα παιδιά με νοητική στέρηση μπορούν να μάθουν πολλά πράγματα και ως ενήλικες να έχουν μια ημι-ανεξάρτητη ζωή. Αλλά το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι μπορούν και πρέπει να χαρούν τη ζωή όπως ο καθένας. Παλαιότερα οι γονείς έκλειναν το παιδί με νοητική στέρηση σε ίδρυμα, ενώ σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει και στόχος είναι ναι παραμείνει το παιδί με την οικογένειά του, συνήθως φοιτώντας σε ειδικό σχολείο, καθώς και να παίρνει μέρος στις δραστηριότητες της κοινότητάς του.

   Η Νοητική υστέρηση συνήθως ορίζεται από το δείκτη νοημοσύνης του παιδιού και τις λειτουργικές του ικανότητες και διακρίνεται σε:

⇒  Ελαφριά Νοητική Υστέρηση

  Η ελαφριά νοητική υστέρηση χαρακτηρίζεται από νοητικό επίπεδο που κυμαίνεται από 50-55 έως 70 (DSM-IV, ΑΡ Α 1994) και αναγνωρίζεται στο 85%, περίπου, του συνόλου των ατόμων με νοητική υστέρηση. Τα άτομα με νοητικό δυναμικό περίπου 70 δεν αντιμετωπίζουν ουσιαστικές δυσκολίες στην κοινωνική προσαρμογή και αντεπεξέρχονται, συνήθως, ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής. Ωστόσο, δυσκολίες στον τομέα του λόγου μπορεί να περιορίσουν την ανεξαρτησία του ατόμου κατά την ενηλικίωση . Κατά τους πρώτους μήνες της ζωής, η διάκριση των παιδιών με ελαφριά νοητική υστέρηση από τα αναπτυσσόμενα φυσιολογικά δεν είναι εύκολη. Αναγνωρίζονται, συνήθως, αργότερα, στο σχολείο ή κατά την προσχολική περίοδο, κατά την οποία αναμένεται εξέλιξη των κοινωνικών και επικοινωνιακών δεξιοτήτων. Ήπιες δυσκολίες στις αισθησιοκινητικές λειτουργίες παρατηρούνται συχνά, ενώ σε μικρό ποσοστό ατόμων εντοπίζονται εγκεφαλικές ανωμαλίες. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να συνυπάρχει αυτιστική διαταραχή και άλλες αναπτυξιακές διαταραχές, επιληψία, ή σωματικές αναπηρίες. Κατά την εφηβεία, τα άτομα με ελαφριά νοητική υστέρηση μπορεί να αποκτήσουν γνώσεις αντίστοιχες της ΣΤ τάξης του δημοτικού σχολείου. Στην ενήλικη ζωή αποκτούν, συνήθως, επαρκείς κοινωνικές και επαγγελματικές δεξιότητες, με ελάχιστη εξωτερική υποστήριξη. Ωστόσο, μπορεί να έχουν ανάγκη από καθοδήγηση και βοήθεια σε διαφορετικές πιεστικές καταστάσεις. Πολλά άτομα είναι σε θέση να ζήσουν ανεξάρτητα, αλλά μπορεί να παρουσιάσουν δυσκολίες στις απαιτήσεις του γάμου ή της ανατροφής των παιδιών.

⇒  Μέτρια νοητική υστέρηση.

Η μέτρια νοητική υστέρηση χαρακτηρίζεται από νοητικό δυναμικό που κυμαίνεται από 35-40 έως 50-55 και ήπιες δυσκολίες στις προσαρμοστικές δεξιότητες (DSM-IV, ΑΡΑ 1994). Τα άτομα μ’ αυτό το νοητικό δυναμικό προέρχονται, συνήθως, από στερημένα περιβάλλοντα και αποτελούν το 10% του συνόλου των ατόμων με νοητική υστέρηση .Χαρακτηριστικό αυτής της ομάδας είναι η ποικιλομορφία στο πρότυπο